- αφάνα
- Κοινή ονομασία φρυγανώδους θαμνίου (ποτήριον το ακανθώδες) της οικογένειας των ροδιδών. Φυτό ακανθωτό, παίρνει ημισφαιρική μορφή και έχει ύψος 30-70 εκ. Έχει σύνθετα φύλλα με 5-15 φυλλάρια, μόνοικα άνθη, κατά στάχεις, και καρπούς ραγόμορφους, σαρκώδεις.
Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονται επίσης δύο άλλα θαμνία, η ευφόρβια η ακανθόθαμνος (οικογένεια ευφορβιιδών), με ημισφαιρική μορφή και πυκνή διάταξη βλαστών, που διακλαδίζονται διχοτομικά, και η γενίστα η ακανθόκλαδος (οικογένεια παπιλιονίδων) με πυκνά, ακανθωτά κλαδιά, φύλλα ανά τρία, κίτρινα άνθη και καρπό χέδρωπα, ρομβοειδή.
Και τα τρία είναι φυτά της ελληνικής χλωρίδας, φύονται σε ξηρές, πετρώδεις τοποθεσίες και χρησιμοποιούνται, κυρίως το πρώτο, για την κατασκευή σαρώθρων και φρακτών.
* * *και φάνα, η (Μ ἀφάνα και φάνα)1. ονομασία διαφόρων αγκαθωτών θάμνων, οι οποίοι συνήθως χρησιμοποιούνται ως προσάναμμα2. φρ. α) «μαλλιά σαν αφάνα» (για σγουρά, αχτένιστα μαλλιά)β) «σαν αφάνα κολλάει» (για εύφλεκτα υλικά).[ΕΤΥΜΟΛ. αφάνα < μσν. φάνα < φανός].
Dictionary of Greek. 2013.